μάρσιππος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μάρσιππος | οἱ | μάρσιπποι |
γενική | τοῦ | μαρσίππου | τῶν | μαρσίππων |
δοτική | τῷ | μαρσίππῳ | τοῖς | μαρσίπποις |
αιτιατική | τὸν | μάρσιππον | τοὺς | μαρσίππους |
κλητική ὦ! | μάρσιππε | μάρσιπποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαρσίππω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαρσίπποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαμάρσιππος < άγνωστης ετυμολογίας. Η αρχαία γραφή με δύο πι, (παρετυμολογία) προς το ἵππος. [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάρσιππος, -ου αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- μαρσίππιον
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μάρσιπος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μάρσιππος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάρσιππος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.