Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λόρδα οι λόρδες
      γενική της λόρδας
    αιτιατική τη λόρδα τις λόρδες
     κλητική λόρδα λόρδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λόρδα < (άμεσο δάνειο) βενετική lorda

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λόρδα θηλυκό

  • έντονη αίσθηση πείνας

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία