λυτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λυτήριο | τα | λυτήρια |
γενική | του | λυτηρίου & λυτήριου |
των | λυτηρίων |
αιτιατική | το | λυτήριο | τα | λυτήρια |
κλητική | λυτήριο | λυτήρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /liˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
λυτήριο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) που προκαλεί την επίλυση κάποιου προβλήματος ή αμαρτίας
- ※ Ο π. […] αγίασε το νερό στην μικρή λεκάνη, όπως ο Χριστός άγιασε τα νερά ώστε να γίνουν πηγή αφθαρσίας, δώρο αγιασμού, λυτήριο αμαρτημάτων, φάρμακο νοσημάτων και δαιμόνων, το αγίασμα που στη συνέχεια μοιράστηκε στους πιστούς.
- Ταπεινά, αλλά με όλη τους την σημασία και το μήνυμα που φέρνουν, γιορτάστηκαν τα Θεοφάνεια στο χωριό των Λουρδάτων (6 Ιανουαρίου 2019), kefaloniamagazine.gr
- ※ Ο π. […] αγίασε το νερό στην μικρή λεκάνη, όπως ο Χριστός άγιασε τα νερά ώστε να γίνουν πηγή αφθαρσίας, δώρο αγιασμού, λυτήριο αμαρτημάτων, φάρμακο νοσημάτων και δαιμόνων, το αγίασμα που στη συνέχεια μοιράστηκε στους πιστούς.
Μεταφράσεις επεξεργασία
λυτήριο
|
Πηγές επεξεργασία
- λυτήριο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)