Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λυτήριο τα λυτήρια
      γενική του λυτηρίου
λυτήριου
των λυτηρίων
    αιτιατική το λυτήριο τα λυτήρια
     κλητική λυτήριο λυτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυτήριο < λύνω + -τήριο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /liˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐τή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυτήριο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • λυτήριο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)