λοφοπλαγιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λοφοπλαγιά | οι | λοφοπλαγιές |
γενική | της | λοφοπλαγιάς | των | λοφοπλαγιών |
αιτιατική | τη | λοφοπλαγιά | τις | λοφοπλαγιές |
κλητική | λοφοπλαγιά | λοφοπλαγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lo.fo.plaˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐φο‐πλα‐γιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοφοπλαγιά θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λοφοπλαγιά
|
Πηγές
επεξεργασία- λοφοπλαγιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)