λουτρόπολη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λουτρόπολη | οι | λουτροπόλεις |
γενική | της | λουτρόπολης* | των | λουτροπόλεων |
αιτιατική | τη | λουτρόπολη | τις | λουτροπόλεις |
κλητική | λουτρόπολη | λουτροπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λουτροπόλεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /luˈtɾo.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λου‐τρό‐πο‐λη
Ουσιαστικό επεξεργασία
λουτρόπολη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
λουτρόπολη
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λουτρόπολη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας