λουκάνικον
Ετυμολογία
επεξεργασία- λουκάνικον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λουκάνικον < λατινική lucanicum είδος αλλαντικού των Lucani (λαός της Κάτω Ιταλίας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλουκάνικον ουδέτερο
- (γαστρονομία) το λουκάνικο
- άλλες μορφές: λουκάνικο
Πηγές
επεξεργασία- λουκάνικον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λουκάνικον | τὰ | λουκάνικᾰ | ||||
γενική | τοῦ | λουκανίκου | τῶν | λουκανίκων | ||||
δοτική | τῷ | λουκανίκῳ | τοῖς | λουκανίκοις | ||||
αιτιατική | τὸ | λουκάνικον | τὰ | λουκάνικᾰ | ||||
κλητική ὦ! | λουκάνικον | λουκάνικᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λουκανίκω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λουκανίκοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λουκάνικον (ελληνιστική κοινή), λέξη του 4ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική lucanicum είδος αλλαντικού των Lucani (λαός της Κάτω Ιταλίας) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλουκάνικον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (γαστρονομία) το λουκάνικο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «λουκάνικο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.