λουκάνικον
Ετυμολογία
επεξεργασία- λουκάνικον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λουκάνικον < λατινική lucanicum είδος αλλαντικού των Lucani (λαός της Κάτω Ιταλίας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλουκάνικον ουδέτερο
- (γαστρονομία) το λουκάνικο
- ※ 14ος αιώνας, ⌘ Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στίχ. 379 (379-380), στο Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 141-178.
- λουκάνικα ἀπάκια, πλευρὰς παχυλαρδάτας,
καὶ πασπαλάδες λιπαρὰς καὶ παραγεµισµένας.
- λουκάνικα ἀπάκια, πλευρὰς παχυλαρδάτας,
- ※ 16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Β', στίχ. 18 (17-18)
- Γιατὶ τὰ μαγερέματα δὲν ἔχουσι γιὰ βρώση,
μὰ μοναχὰς λουκάνικο κι’ ἀπάκι θὲ νὰ τρῶσι.- Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 87
- Γιατὶ τὰ μαγερέματα δὲν ἔχουσι γιὰ βρώση,
- ※ 17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Α', Σκηνή 2η, στίχ. 327 (322-329) @anemi.lib.uoc.gr
- μ’ ἀπομονὴ τυχαίνει σου νά ’χῃς κοιλιὰ καημένη,
νὰ πὰ γυρεύγῃς μιὰν πορδοῦ γιὰ γρὰ ξεκωλωμένη,
καὶ νὰ λιμάσσῃς, δολιερή, μὰ ξεῦρε σὰ γυρίσω,
τὴ λεκανίδα, ἁπού ’φηκα, θὲ νὰ τήνε ξαγλήσω
μὲ μακαροῦνες τρυφερές, κιαμιὰ νὰ μὴν ἀφήσω,
μ’ ἀπόκτι καὶ λουκάνικο καλὰ νὰ σὲ γεμίσω,
κ’ ἔχε λοιπὸν ἀπομονή, κοιλιά μου πρικαμένη
κ’ ἐγὼ σοῦ τάσσω σήμερο νὰ μείνῃς γεμισμένη.- Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος,1597-1662, Φορτουνάτος :Κωμωδία ανέκδοτος /Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου, το πρώτον εκ του αυτόγραφου του ποιητού εκδιδομένη υπό Στεφ. Ξανθουδίδου, εκδόσεις: ¨Ελευθερουδάκης¨, Αθήνα 1922, σελ. 56.
- μ’ ἀπομονὴ τυχαίνει σου νά ’χῃς κοιλιὰ καημένη,
- ※ 17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Ε', Σκηνή 2η, στίχ. 70 @anemi.lib.uoc.gr
- ἀπάκια καὶ λουκάνικα ἔχομεν ὅσα θέλω,
- Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος,1597-1662, Φορτουνάτος :Κωμωδία ανέκδοτος /Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου, το πρώτον εκ του αυτόγραφου του ποιητού εκδιδομένη υπό Στεφ. Ξανθουδίδου, εκδόσεις: ¨Ελευθερουδάκης¨, Αθήνα 1922, σελ. 164.
- ἀπάκια καὶ λουκάνικα ἔχομεν ὅσα θέλω,
- ※ 14ος αιώνας, ⌘ Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στίχ. 379 (379-380), στο Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 141-178.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- λουκάνικα (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λουκάνικο(ν) - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- λουκανικόν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- λουκάνικο(ν) σελ.224, Τόμος 9 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λουκάνικον | τὰ | λουκάνικᾰ | ||||
γενική | τοῦ | λουκανίκου | τῶν | λουκανίκων | ||||
δοτική | τῷ | λουκανίκῳ | τοῖς | λουκανίκοις | ||||
αιτιατική | τὸ | λουκάνικον | τὰ | λουκάνικᾰ | ||||
κλητική ὦ! | λουκάνικον | λουκάνικᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λουκανίκω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λουκανίκοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λουκάνικον (ελληνιστική κοινή), λέξη του 4ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική lucanicum είδος αλλαντικού των Lucani (λαός της Κάτω Ιταλίας) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλουκάνικον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (γαστρονομία) το λουκάνικο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λουκάνικο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- λουκάνικον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.