Δείτε επίσης: απάκι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπάκι < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: απάκι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπάκι ουδέτερο

  • άλλη μορφή του ἀπάκιν
    ※  16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Β', στίχ. 18 (17-18)
    Γιατὶ τὰ μαγερέματα δὲν ἔχουσι γιὰ βρώση,
    μὰ μοναχὰς λουκάνικο κι’ ἀπάκι θὲ νὰ τρῶσι.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 87