Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λουθηρανικός η λουθηρανική το λουθηρανικό
      γενική του λουθηρανικού της λουθηρανικής του λουθηρανικού
    αιτιατική τον λουθηρανικό τη λουθηρανική το λουθηρανικό
     κλητική λουθηρανικέ λουθηρανική λουθηρανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λουθηρανικοί οι λουθηρανικές τα λουθηρανικά
      γενική των λουθηρανικών των λουθηρανικών των λουθηρανικών
    αιτιατική τους λουθηρανικούς τις λουθηρανικές τα λουθηρανικά
     κλητική λουθηρανικοί λουθηρανικές λουθηρανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουθηρανικός < λουθηρανός + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

λουθηρανικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία