λουθηρανικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λουθηρανικός < λουθηρανός + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαλουθηρανικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους λουθηρανούς και το δόγμα του λουθηρανισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία λουθηρανικός
|
λουθηρανικός, -ή, -ό
|