Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λονδρέζικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λονδρέζικ
ος
η
λονδρέζικ
η
το
λονδρέζικ
ο
γενική
του
λονδρέζικ
ου
της
λονδρέζικ
ης
του
λονδρέζικ
ου
αιτιατική
τον
λονδρέζικ
ο
τη
λονδρέζικ
η
το
λονδρέζικ
ο
κλητική
λονδρέζικ
ε
λονδρέζικ
η
λονδρέζικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λονδρέζικ
οι
οι
λονδρέζικ
ες
τα
λονδρέζικ
α
γενική
των
λονδρέζικ
ων
των
λονδρέζικ
ων
των
λονδρέζικ
ων
αιτιατική
τους
λονδρέζικ
ους
τις
λονδρέζικ
ες
τα
λονδρέζικ
α
κλητική
λονδρέζικ
οι
λονδρέζικ
ες
λονδρέζικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λονδρέζικος
<
Λονδρέζος
Επίθετο
επεξεργασία
λονδρέζικος, -η, -ο
που αναφέρεται στο
Λονδίνο
και/ή τους κατοίκους του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λονδρέζικος
αγγλικά
:
London
(en)