λοβοτομημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λοβοτομημένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή επεξεργασία
λοβοτομημένος, -η, -ο
- αυτός που έχει υποστεί λοβοτομή
- (μεταφορικά) αυτός που συμπεριφέρεται σαν να έχει υποστεί λοβοτομή, με μειωμένο ενδιαφέρον για το περιβάλλον του
Μεταφράσεις επεξεργασία
λοβοτομημένος
|