λιοκόφινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιοκόφινο ουδέτερο (δημοτική)
- (ιδιωματικό) το κοφίνι μεταφοράς ελαιόκαρπου από τα κτήματα (όπως στη Νάξο) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιοκόφινο
|