λιμοντσέλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιμοντσέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική limoncello
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.monˈt͡se.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐μον‐τσέ‐λο
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιμοντσέλο ουδέτερο
- (ποτό) ιταλικής προέλευσης λικέρ με γεύση λεμονιού
- ※ To λιμοντσέλο, το λικέρ με το φωτεινό κίτρινο χρώμα και το φίνα άρωμα, έχει γίνει συνώνυμο του καλοκαιριού και της λιακάδας στην Ιταλική Ριβιέρα.
- Σενετάκη, Μάρω (9 Ιουλίου 2021), Η απόλυτη συνταγή για το λιμοντσέλο, το καλοκαιρινό ποτό, olivemagazine.gr
- ※ To λιμοντσέλο, το λικέρ με το φωτεινό κίτρινο χρώμα και το φίνα άρωμα, έχει γίνει συνώνυμο του καλοκαιριού και της λιακάδας στην Ιταλική Ριβιέρα.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιμοντσέλο
Πηγές επεξεργασία
- λιμοντσέλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)