λιμνοδεξαμενή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιμνοδεξαμενή (νεολογισμός) < λίμνη + -ο- + δεξαμενή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιμνοδεξαμενή θηλυκό
- (νεολογισμός) δεξαμενή που δημιουργείται με φράγμα (ή άλλον τρόπο) σε κάποιο σημείο ποταμού ή ρέματος ή κοντά σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιμνοδεξαμενή
|
Πηγές
επεξεργασία- λιμνοδεξαμενή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- λιμνοδεξαμενή - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr