↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιμνοδεξαμενή οι λιμνοδεξαμενές
      γενική της λιμνοδεξαμενής των λιμνοδεξαμενών
    αιτιατική τη λιμνοδεξαμενή τις λιμνοδεξαμενές
     κλητική λιμνοδεξαμενή λιμνοδεξαμενές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιμνοδεξαμενή (νεολογισμός) < λίμνη + -ο- + δεξαμενή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιμνοδεξαμενή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία