λιμνοδεξαμενή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιμνοδεξαμενή θηλυκό
- δεξαμενή που δημιουργείται με φράγμα (ή άλλον τρόπο) σε κάποιο σημείο ποταμού ή ρέματος ή κοντά σ’ αυτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιμνοδεξαμενή
|