↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιμνογράφος οι λιμνογράφοι
      γενική του λιμνογράφου των λιμνογράφων
    αιτιατική τον λιμνογράφο τους λιμνογράφους
     κλητική λιμνογράφε λιμνογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιμνογράφος < λίμν(η) + -ο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιμνογράφος αρσενικό


Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία