λιμενοδείκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιμενοδείκτης < λιμέν(ας) + -ο- + δείκτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιμενοδείκτης αρσενικό
- (ιστορία) ναυτιλιακό βοήθημα πλοηγικού χαρακτήρα, με λεπτομερείς ναυτικούς χάρτες όρμων, λιμένων, διαύλων κ.λπ. και οδηγίες που ενδιαφέρουν τους ναυτιλλομένους
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιμενοδείκτης
|