Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πορτολάνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πορτολάν
ος
οι
πορτολάν
οι
γενική
του
πορτολάν
ου
των
πορτολάν
ων
αιτιατική
τον
πορτολάν
ο
τους
πορτολάν
ους
κλητική
πορτολάν
ε
πορτολάν
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πορτολάνος
< (
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
portolano
/
portulan
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πορτολάνος
αρσενικό
λιμενοδείκτης
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πορτολάνα
πορτουλάνος