πορτολάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πορτολάνα | οι | πορτολάνες |
γενική | της | πορτολάνας | — | |
αιτιατική | την | πορτολάνα | τις | πορτολάνες |
κλητική | πορτολάνα | πορτολάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορτολάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική portolano / portulan
Ουσιαστικό επεξεργασία
πορτολάνα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πορτολάνα
|