λιθομετεωριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιθομετεωριτικός < λιθομετεωρίτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαλιθομετεωριτικός, -ή, -ό,
- (γεωλογία) ο σχετικός με λιθομετεωρίτη
- ⮡ λιθομετεωριτικό υλικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιθομετεωριτικός
|