λιβελογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιβελογράφημα < λιβελογραφώ + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιβελογράφημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του λιβελογραφώ, ακραία επιθετικό κείμενο, λίβελος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιβελογράφημα
|