Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιβελογραφώ < λιβελογράφος + < λίβελος + γράφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.ve.lo.ɣɾaˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐βε‐λο‐γρα‐φώ

  Ρήμα επεξεργασία

λιβελογραφώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία