ενεστώτας libel
γ΄ ενικό ενεστώτα libels
αόριστος libelled (ΗΒ), libeled (ΗΠΑ)
παθητική μετοχή libelled (ΗΒ), libeled (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή libelling (ΗΒ), libeling (ΗΠΑ)

libel (en)

  • (μεταβατικό, νομικός όρος) λιβελογραφώ, γράφω λίβελους και τους δημοσιεύω
    ⮡  They publish mercilessly, write whatever they want, judge however they want, and praise and simultaneously libel according to their interests.
    Δημοσιογραφούν ανελέητα, γράφουν ό,τι θέλουν, κρίνουν όπως θέλουν, εξυψώνουν και λιβελογραφούν ταυτόχρονα κατά τα εκάστοτε συμφέροντα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slander