λιβελογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιβελογράφος < λίβελος + -ο- + -γράφος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική libelliste[1])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.ve.loˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐βε‐λο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιβελογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- συγγραφέας ενός λιβέλου
Συγγενικά επεξεργασία
- λιβελογράφημα
- λιβελογραφία
- λιβελογραφικός
- λιβελογραφώ
- → και δείτε τις λέξεις λίβελος και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιβελογράφος
- ↑ λιβελογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας