Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ληξιάριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ληξιάρι
ο
τα
ληξιάρι
α
γενική
του
ληξιαρί
ου
&
ληξιάρι
ου
των
ληξιαρί
ων
αιτιατική
το
ληξιάρι
ο
τα
ληξιάρι
α
κλητική
ληξιάρι
ο
ληξιάρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ληξιάριο
<
λήξη
+
-άριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ληξιάριο
ουδέτερο
έγγραφο
που δείχνει πότε
λήγει
η
ισχύς
μιας
πράξης
(
π.χ.
ασφαλιστική
κάλυψη
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ληξιάριο