Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεπρωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λεπρωτικ
ός
η
λεπρωτικ
ή
το
λεπρωτικ
ό
γενική
του
λεπρωτικ
ού
της
λεπρωτικ
ής
του
λεπρωτικ
ού
αιτιατική
τον
λεπρωτικ
ό
τη
λεπρωτικ
ή
το
λεπρωτικ
ό
κλητική
λεπρωτικ
έ
λεπρωτικ
ή
λεπρωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λεπρωτικ
οί
οι
λεπρωτικ
ές
τα
λεπρωτικ
ά
γενική
των
λεπρωτικ
ών
των
λεπρωτικ
ών
των
λεπρωτικ
ών
αιτιατική
τους
λεπρωτικ
ούς
τις
λεπρωτικ
ές
τα
λεπρωτικ
ά
κλητική
λεπρωτικ
οί
λεπρωτικ
ές
λεπρωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
λεπρωτικός
(el)
(
σπανιότερα
:
λεπρωσικός
)
λεπρογόνος, που προκαλεί
λέπρα
-
λέπρωση
λεπρογενής