λεοντιδεύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεοντιδεύς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λεοντιδεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεοντιδεύς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο λεοντιδεύς)
- (αρχαιοπρεπές, ζώο) το μικρό του λιονταριού, το λιονταράκι, ο λεοντιδέας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεοντιδεύς
→ δείτε τη λέξη λεοντιδέας |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Όροι με ιδέας — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
λεοντῐδευ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | λεοντιδεύς | οἱ | λεοντιδεῖς | ||||
γενική | τοῦ | λεοντιδέως | τῶν | λεοντιδέων | ||||
δοτική | τῷ | λεοντιδεῖ | τοῖς | λεοντιδεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | λεοντιδέᾱ | τοὺς | λεοντιδέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | λεοντιδεῦ | λεοντιδεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεοντιδεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λεοντιδέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεοντιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λέων, λέοντ(ος) + -ιδεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεοντιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- λεοντιδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.