λεμφογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεμφογραφία < λέμφος + -ο- + -γραφία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lymphography)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεμφογραφία θηλυκό
- (ιατρική) ακτινογραφία των λεμφαδένων και των λεμφαγγείων
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεμφογραφία
|