Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεμβοδρομία οι λεμβοδρομίες
      γενική της λεμβοδρομίας των λεμβοδρομιών
    αιτιατική τη λεμβοδρομία τις λεμβοδρομίες
     κλητική λεμβοδρομία λεμβοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεμβοδρομία < λέμβ(ος) + -ο- + -δρομία ( < δρόμος), (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική boat-race

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /leɱ.vo.ðɾoˈmi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεμβοδρομία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις λέμβος και δρόμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία