ενικός         πληθυντικός  
regatta regattas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

regatta (en)

  • η λεμβοδρομία
    ⮡  The lake is suitable for regattas.
    Η λίμνη είναι κατάλληλη για λεμβοδρομίες.