γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λελυκώς λελυκυῖᾰ τὸ λελυκός
      γενική τοῦ λελυκότος τῆς λελυκυίᾱς τοῦ λελυκότος
      δοτική τῷ λελυκότ τῇ λελυκυίᾳ τῷ λελυκότ
    αιτιατική τὸν λελυκότ τὴν λελυκυῖᾰν τὸ λελυκός
     κλητική ! λελυκώς λελυκυῖᾰ λελυκός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λελυκότες αἱ λελυκυῖαι τὰ λελυκότ
      γενική τῶν λελυκότων τῶν λελυκυιῶν τῶν λελυκότων
      δοτική τοῖς λελυκόσῐ(ν) ταῖς λελυκυίαις τοῖς λελυκόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς λελυκότᾰς τὰς λελυκυίᾱς τὰ λελυκότ
     κλητική ! λελυκότες λελυκυῖαι λελυκότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λελυκότε τὼ λελυκυίᾱ τὼ λελυκότε
      γεν-δοτ τοῖν λελυκότοιν τοῖν λελυκυίαιν τοῖν λελυκότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λελῠκώς, -υῖα, -ός