Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λειψυδρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λειψυδρί
α
οι
λειψυδρί
ες
γενική
της
λειψυδρί
ας
των
λειψυδρι
ών
αιτιατική
τη
λειψυδρί
α
τις
λειψυδρί
ες
κλητική
λειψυδρί
α
λειψυδρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λειψυδρία
<
λείπω
+
ὕδωρ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λειψυδρία
θηλυκό
η
έλλειψη
νερού
, πχ λόγω παρατεταμένης
ανομβρίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λειψυδρία
αγγλικά
:
water shortage
(en)
γαλλικά
:
manque
(fr)
d'
eau
(fr)
,
sécheresse
(fr)
ισπανικά
:
sequía
(es)
ουγγρικά
:
vízhiány
(hu)
πολωνικά
:
brak wody
(pl)
ρουμανικά
:
lipsă de apă
(ro)
σερβικά
:
несташица воде
(sr)
σουηδικά
:
vattenbrist
(sv)
τσεχικά
:
nedostatek vody
(cs)