Δείτε επίσης: λειτουργοποίηση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λειτουργικοποίηση οι λειτουργικοποιήσεις
      γενική της λειτουργικοποίησης* των λειτουργικοποιήσεων
    αιτιατική τη λειτουργικοποίηση τις λειτουργικοποιήσεις
     κλητική λειτουργικοποίηση λειτουργικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λειτουργικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λειτουργικοποίηση < λειτουργικός + -ο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λειτουργικοποίηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία