Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεβητοποιείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λεβητοποιεί
ο
τα
λεβητοποιεί
α
γενική
του
λεβητοποιεί
ου
των
λεβητοποιεί
ων
αιτιατική
το
λεβητοποιεί
ο
τα
λεβητοποιεί
α
κλητική
λεβητοποιεί
ο
λεβητοποιεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεβητοποιείο
<
λέβητ(ας)
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λεβητοποιείο
ουδέτερο
εργοστάσιο
κατασκευής
λεβήτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεβητοποιείο
γαλλικά
:
usine
(fr)
de
chaudronnerie
(fr)