ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λαχανοπωλεῖον τὰ λαχανοπωλεῖ
      γενική τοῦ λαχανοπωλείου τῶν λαχανοπωλείων
      δοτική τῷ λαχανοπωλεί τοῖς λαχανοπωλείοις
    αιτιατική τὸ λαχανοπωλεῖον τὰ λαχανοπωλεῖ
     κλητική ! λαχανοπωλεῖον λαχανοπωλεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαχανοπωλείω
γεν-δοτ τοῖν  λαχανοπωλείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαχανοπωλεῖον < λαχανοπώλ(ης) + -εῖον. Μορφολογικά αναλύεται σε λαχανο- + -πωλεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαχανοπωλεῖον, -ου ουδέτερο

  • (ελληνιστική κοινή , σε πάπυρο) μανάβικο, μέρος όπου πουλιούνται λαχανικά
    ※  3ος κε αιώνας, P.Oxy. 12 1461, στ. 22, (20-24), @papyri.info
    ἔστι δὲ τῆς ἀποχ(ῆς) τὸ ἀντί-
    γρα(φον)·
    λαχανοπωλε̣ί̣ο[υ] Ἑρμα-
    ΐσκου ἔσχον διὰ Διοσκόρου
    εἰς κατασκευὴν αἰ̣λ(*) (δραχμὰς) κ,
    Το αντίγραφο της απόδειξης είναι το εξής:
    Για το λαχανοπωλείο του Ερμαΐσκου
    έλαβα μέσω του Διοσκόρου
    για επισκευές 20 δραχμές επιπλέον.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Συγγενικά

επεξεργασία