λαφαζάνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαφαζάνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική lafazan (κομπορρήμονας) < περσική لافزن (lāf-zan)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαφαζάνης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαεπώνυμα:
- → δείτε και Λαφαζάν
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαφαζάνης
|
Πηγές
επεξεργασία- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 172.