λαλαγγίτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαλαγγίτα | οι | λαλαγγίτες |
γενική | της | λαλαγγίτας | — | |
αιτιατική | τη | λαλαγγίτα | τις | λαλαγγίτες |
κλητική | λαλαγγίτα | λαλαγγίτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαλαγγίτα < μεσαιωνική ελληνική λαλαγγίτα < συμφυρμός των λαλάγγ(ι) + -ίτα, πιθανόν κατά το πίτα,[1] ή (ελληνιστική κοινή) λαλάγγ(η) + (τηγαν)ίτα [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.laŋˈɟi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐λαγ‐γί‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαλαγγίτα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαλαγγίτα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λαλαγγίτα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ λαλαγγίτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαλαγγίτα < συμφυρμός των λαλάγγ(ι) / λαλάγγιον + -ίτα, πιθανόν κατά το πίτα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαλαγγίτα θηλυκό
- (γαστρονομία) είδος τηγανίτας, η λαλαγγίτα
Πηγές
επεξεργασία- λαλαγγίτα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].