λαλαγγίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.laŋˈɟi.ða/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαλαγγίδα θηλυκό
- (γαστρονομία) είδος άγλυκου εδέσματος από ζυμάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαλαγγίδα
|
Δείτε επίσης : λαλαγγίτα |
λαλαγγίδα θηλυκό
|