↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λαισήϊον τὰ λαισήϊ
      γενική τοῦ λαισηΐου τῶν λαισηΐων
      δοτική τῷ λαισηΐ τοῖς λαισηΐοις
    αιτιατική τὸ λαισήϊον τὰ λαισήϊ
     κλητική ! λαισήϊον λαισήϊ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαισηΐω
γεν-δοτ τοῖν  λαισηΐοιν
Συνήθως στον πληθυντικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαισήϊον < παραδοσιακά συνδέεται με το λάσιος (δασύτριχος), λάσιον (δείτε το σχόλιο του Ευστάθιου) + -ήϊον (-εῖον). Κατά τον Beekes[1] πιθανόν προελληνικής αρχής (με βάση τους τύπους λαῖτα & λαίδας)
δείτε και λαίβα < λαίϝα (ασπίδα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαισήϊον ουδέτερο

  • (οπλισμός) μικρή ασπίδα, καλυμμένη με ακατέργαστο δέρμα ζώου
    ※  μικρὰ ἀσπίς ( λεξικό Σούδας) [2]
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 452 (451-453)
    ἀμφὶ δ' ἄρ' εἰδώλῳ Τρῶες καὶ δῖοι Ἀχαιοὶ
    δῄουν ἀλλήλων ἀμφὶ στήθεσσι βοείας
    ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊα τε πτερόεντα.
    στο φάσμα εκείνο οι Αχαιοί και οι Τρώες εκτυπιόνταν
    και δια να φθάσουν εις του εχθρού το στήθος πελεκούσαν
    ασπίδες ολοστρόγγυλες και ελαφρά σκουτάρια
    @greek-language.gr Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς
    Σκηνή: Τρώες κι Αχαιοί πολεμούν γύρω από το «είδωλο» του Αινεία που είχε φτιάξει ο Άρης.
    ※  6ος αιώνας πκε Ὑβρίας ὁ Κρής Ἔστι μοι πλοῦτος (όπως σώζεται στους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου)
    Ἔστι μοι πλοῦτος μέγας, δόρυ καὶ ξίφος
    καὶ τὸ καλὸν λαισήιον, πρόβλημα χρωτός
    Ο πλούτος μου μεγάλος, το δόρυ, το ξίφος
    και η καλή ασπίδα, που με προστατεύουν
    ※  σχόλιο 12ος αιώνας Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαὶ εις την Ομήρου Ιλιάδα καὶ Οδύσσειαν σελ.45 Τόμος 2 @books.google Eustathii, archiepiscopi thessalonicensis, commentarii ad Homeri Iliadem, τόμος 2, sumptibus J. A. G. Weigel, 1827.
    Ἔστι δὲ τὸ λαισήιον[sic] ἀσπίδος γένος θυροειδὲς,[sic] ἀναφορέα οὐκ ἔχον, ἀλλὰ ζυγὸν διαμέσου. Οἱ δέ φασιν, εἶναι αὐτὸ θυρεὸν ἐπιμήκη, οἱ δὲ λάσιον ἐτυμολογοῦσι αὐτὸ, φάσκοντες εἶναι ἐκ τῶν τετριχωμένων δερμάτων ἀνεργάστων. Κοῦφον δέ ἐστι τὸ λαισίηον καὶ οὐδὲ μεγαλόκυκλον. διὸ καὶ πτερόεν αὐτὸ λέγει καὶ ἀντιδιαστέλλει πρὸς τὰς εὐκύκλους ἀσπίδας, λέγων βοείας εὐκύκλους ἀσπίδας καὶ λαισήια. ὅλως δὲ οἱ πλείους τῶν παλαιῶν ἀσπιδίσκιον ὠμοβύρσινόν φασι τὸ λαισήιον. φησὶ γοῦν περί τινων καὶ Ἡρόδοτος ὅτι λαισήια εἶχον ἀντὶ ἀσπίδων, ὠμοβοείοις πεποιημένα. ἔνθα καὶ σημείωσαι τὸ ὠμοβοείοις, ὡς χρήσιμον εἰς τὸ βοῦς ἡ βύρσα. Ἡρῳδιανὸς δέ φησι καὶ πάντα τὰ κατὰ μάχην σκεπαστήρια λαισήια λέγεσθαι διὰ τὸ ἐν τῇ λαιᾷ φέρεσθαι. (Vers. 451.)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «λαισήϊα» [στον πληθυντικό] - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. λήμμα λαισήϊον, Suidae lexicon ex recogn. I. Bekkeri, Suidas 1854, σελ. 646