Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαβυρινθικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λαβυρινθικ
ός
η
λαβυρινθικ
ή
το
λαβυρινθικ
ό
γενική
του
λαβυρινθικ
ού
της
λαβυρινθικ
ής
του
λαβυρινθικ
ού
αιτιατική
τον
λαβυρινθικ
ό
τη
λαβυρινθικ
ή
το
λαβυρινθικ
ό
κλητική
λαβυρινθικ
έ
λαβυρινθικ
ή
λαβυρινθικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λαβυρινθικ
οί
οι
λαβυρινθικ
ές
τα
λαβυρινθικ
ά
γενική
των
λαβυρινθικ
ών
των
λαβυρινθικ
ών
των
λαβυρινθικ
ών
αιτιατική
τους
λαβυρινθικ
ούς
τις
λαβυρινθικ
ές
τα
λαβυρινθικ
ά
κλητική
λαβυρινθικ
οί
λαβυρινθικ
ές
λαβυρινθικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαβυρινθικός
<
λαβύρινθος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
λαβυρινθικός, -ή, -ό
(
ιατρική
) σχετικός με τον
λαβύρινθο
του αφτιού
λαβυρινθικός
ίλιγγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαβυρινθικός