λαβαροφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.va.ɾoˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐βα‐ρο‐φό‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαβαροφόρος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαβαροφόρος
|