↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λίκνον τὰ λίκν
      γενική τοῦ λίκνου τῶν λίκνων
      δοτική τῷ λίκν τοῖς λίκνοις
    αιτιατική τὸ λίκνον τὰ λίκν
     κλητική ! λίκνον λίκν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λίκνω
γεν-δοτ τοῖν  λίκνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λίκνον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *neik- (λιχνίζω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λίκνον ουδέτερο (& σπάνια λῖκνον & λεῖκνον)

  1. πλεκτό καλάθι
    ※  Ἀθήνησι γὰρ ἐν τοῖς γάμοις ἔθος ἦν ἀμφιθαλῆ παῖδα ἀκάνθας μετὰ δρυΐνων καρπῶν στέφεσθαι, καὶ λίκνον ἄρτων πλήρη περιφέροντα λέγειν, ῎Εφυγον κακὸν, εὗρον ἄμεινον. (Πλούταρχος, \\Παροιμίαι αἷς Ἀλεξανδρεῖς ἐχρῶντο\\, 1, 16, 4)
  2. πλεκτό από λυγαριά κόσκινο για λίχνισμα
  3. πλεκτή κούνια
  4. λίκνο

Άλλες μορφές

επεξεργασία