λίκνον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λίκνον | τὰ | λίκνᾰ |
γενική | τοῦ | λίκνου | τῶν | λίκνων |
δοτική | τῷ | λίκνῳ | τοῖς | λίκνοις |
αιτιατική | τὸ | λίκνον | τὰ | λίκνᾰ |
κλητική ὦ! | λίκνον | λίκνᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λίκνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λίκνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λίκνον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *neik- (λιχνίζω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλίκνον ουδέτερο (& σπάνια λῖκνον & λεῖκνον)
- πλεκτό καλάθι
- ※ Ἀθήνησι γὰρ ἐν τοῖς γάμοις ἔθος ἦν ἀμφιθαλῆ παῖδα ἀκάνθας μετὰ δρυΐνων καρπῶν στέφεσθαι, καὶ λίκνον ἄρτων πλήρη περιφέροντα λέγειν, ῎Εφυγον κακὸν, εὗρον ἄμεινον. (Πλούταρχος, \\Παροιμίαι αἷς Ἀλεξανδρεῖς ἐχρῶντο\\, 1, 16, 4)
- πλεκτό από λυγαριά κόσκινο για λίχνισμα
- πλεκτή κούνια
- λίκνο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λίκνον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λίκνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.