κύρια συνάρτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κύρια συνάρτηση | οι | κύριες συναρτήσεις |
γενική | της | κύριας συνάρτησης & κυρίας συναρτήσεως |
των | κύριων συναρτήσεων & κυρίων συναρτήσεων |
αιτιατική | την | κύρια συνάρτηση | τις | κύριες συναρτήσεις |
κλητική | κύρια συνάρτηση | κύριες συναρτήσεις | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακύρια συνάρτηση
- (προγραμματισμός) η συνάρτηση από την οποία ξεκινά ένα πρόγραμμα αρθρωτού προγραμματισμού, το οποίο στη συνέχεια καλεί συναρτήσεις της πρότυπης βιβλιοθήκης ή αυτές που έχουν δημιουργηθεί από τον χρήστη[1]
- Σε κάποιες γλώσσες προγραμματισμού όπως: C/C++, Java, είναι υποχρεωτική η χρήση της συνάρτησης main()
Μεταφράσεις
επεξεργασία κύρια συνάρτηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 19, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019