κύκλοτρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κύκλοτρο | τα | κύκλοτρα |
γενική | του | κύκλοτρου | των | κύκλοτρων |
αιτιατική | το | κύκλοτρο | τα | κύκλοτρα |
κλητική | κύκλοτρο | κύκλοτρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κύκλοτρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cyclotron < αρχαία ελληνική κύκλος + -tron (< αρχαία ελληνική -τρον)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακύκλοτρο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κύκλοτρο στη Βικιπαίδεια