Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωλοχανείο τα κωλοχανεία
      γενική του κωλοχανείου των κωλοχανείων
    αιτιατική το κωλοχανείο τα κωλοχανεία
     κλητική κωλοχανείο κωλοχανεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλοχανείο < κωλο- + -χανείο (χάνι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωλοχανείο ουδέτερο

  • ένας χώρος που είναι εντελώς ανοργάνωτος ή έχει οργάνωση όμοια με αυτή ενός οίκου ανοχής
    Το γραφείο όπου δουλεύω είναι τελείως κωλοχανείο. Παντού υπάρχει ανοργανωσιά.

  Μεταφράσεις επεξεργασία