κωλοχανείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κωλοχανείο ουδέτερο
- ένας χώρος που είναι εντελώς ανοργάνωτος ή έχει οργάνωση όμοια με αυτή ενός οίκου ανοχής
- Το γραφείο όπου δουλεύω είναι τελείως κωλοχανείο. Παντού υπάρχει ανοργανωσιά.