κυνοβασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυνοβασία < ελληνιστική κοινή κυνοβασία < αρχαία ελληνική κύων + βαίνω, αναλύεται κυνο- + -βασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυνοβασία θηλυκό
- η σεξουαλική συνεύρεση ανθρώπου με σκύλο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυνοβασία
|