κυνο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κυνο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυνο- < κύων (σκύλος), θέμα κυν- + -ο-
Πρόθημα
επεξεργασία
κυνο-, κυνό-
Σύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυνο-
|
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κυνο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κυνο- < κύων (σκύλος), θέμα κῠν- + -ο-
Πρόθημα
επεξεργασία
κυνο-, κυνό-
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι η σύνθετη λέξη έχει σχέση με σκύλους
- κυνοραΐζω (γίνομαι τσιμπούρι)
- κυνόφθαλμος
Σύνθετα
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
κυνο-, κυνό- (ή κυν- πριν από φωνήεν)
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κυνο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κυνό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κυν- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις κυνο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts