κυβερνοαπατεώνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυβερνοαπατεώνας < κυβερνο- + απατεώνας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cyberfraudster)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυβερνοαπατεώνας αρσενικό
- (νεολογισμός) απατεώνας που διαπράττει κυβερνοαπάτες
- ※ Οργιάζει η κυβερνοαπάτη με αφορμή την πανδημία. (…) Νέους τρόπους εκμετάλλευσης της αγωνίας των καταναλωτών να προστατευθούν από τον κορωνοϊό απεργάζονται οι κυβερνοαπατεώνες. (εφ. Το Βήμα, 14.09.2020)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυβερνοαπατεώνας