κυανωπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κυανωπός | η | κυανωπή | το | κυανωπό |
γενική | του | κυανωπού | της | κυανωπής | του | κυανωπού |
αιτιατική | τον | κυανωπό | την | κυανωπή | το | κυανωπό |
κλητική | κυανωπέ | κυανωπή | κυανωπό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κυανωποί | οι | κυανωπές | τα | κυανωπά |
γενική | των | κυανωπών | των | κυανωπών | των | κυανωπών |
αιτιατική | τους | κυανωπούς | τις | κυανωπές | τα | κυανωπά |
κλητική | κυανωποί | κυανωπές | κυανωπά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυανωπός < αρχαία ελληνική κυανωπός
Επίθετο
επεξεργασίακυανωπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυανωπός
|