κρώξιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρώξιμο < (κρώζω) κρωξ- + -ιμο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkɾo.ksi.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρώ‐ξι‐μο
- παρώνυμο: κράξιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρώξιμο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρώξιμο
|