κρωγμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρωγμός | οι | κρωγμοί |
γενική | του | κρωγμού | των | κρωγμών |
αιτιατική | τον | κρωγμό | τους | κρωγμούς |
κλητική | κρωγμέ | κρωγμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κρωγμός < (ελληνιστική κοινή) κρωγμός < αρχαία ελληνική κρώζω < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρωγμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρωγμός
|