↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυόπλαστος η κρυόπλαστη το κρυόπλαστο
      γενική του κρυόπλαστου της κρυόπλαστης του κρυόπλαστου
    αιτιατική τον κρυόπλαστο την κρυόπλαστη το κρυόπλαστο
     κλητική κρυόπλαστε κρυόπλαστη κρυόπλαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυόπλαστοι οι κρυόπλαστες τα κρυόπλαστα
      γενική των κρυόπλαστων των κρυόπλαστων των κρυόπλαστων
    αιτιατική τους κρυόπλαστους τις κρυόπλαστες τα κρυόπλαστα
     κλητική κρυόπλαστοι κρυόπλαστες κρυόπλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυόπλαστος < κρυό- + -πλαστος

  Επίθετο

επεξεργασία

κρυόπλαστος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει πλαστεί από το κρύο
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) που έχει κρύο χιούμορ
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) ο άχαρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία