κρυόπλαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακρυόπλαστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει πλαστεί από το κρύο
- (μεταφορικά, μειωτικό) που έχει κρύο χιούμορ
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο άχαρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρυόπλαστος
|